γιαίνω

γιαίνω
(αόρ. έγιανα) 1. μετ. вылечивать, исцелять;
μουγιανε τον πόνο а) это меня исцелило; б) он меня исцелил; 2. αμετ. выздоравливать, поправляться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "γιαίνω" в других словарях:

  • γιαίνω — (γιαίνω) → δες έγιανα …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γιαίνω — 1. θεραπεύω, γιατρεύω 2. είμαι υγιής, είμαι καλά 3. γίνομαι καλά, θεραπεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < υγιαίνω, με αποβολή του αρκτικού άτονου φθόγγου υ (πρβλ. γεια < υγεια, γιαλός < αιγιαλός)] …   Dictionary of Greek

  • κομπογιανίτης — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται ο ψευδοεπιστήμονας και συνήθως ο εμπειρικός γιατρός. Για την ετυμολογία της λέξης κ. έχουν διατυπωθεί διαφορετικές απόψεις κατά καιρούς. Ο Κοραής υποστήριζε ότι προήλθε από τις λέξεις κόμπος (κομπασμός) και… …   Dictionary of Greek

  • άγιατος — η, ο [γιαίνω] ο αγιάτρευτος* …   Dictionary of Greek

  • έγιανα — (να γιάνω, κατά το ζεσταίνω, βλ. πίν. 44 , αόρ. του ρ. γιαίνω, που δε χρησιμοποιείται) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»